αιμαγγειεκτασία

αιμαγγειεκτασία
η Ιατρ.
διεύρυνση αιμοφόρων αγγείων, ιδίως στο δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < hemangiectasis, νεολατιν. επιστημ. όρος, ελληνογενής < hem- (< αίμα) + -angi- (< αγγείο) + -ectasis < έκτασις (-η)]·

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”